φαλλικός

φαλλικός
-ή, -ό
ο σχετικός με το φαλλό (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φαλλικός — ή, ό / φαλλικός, ή, όν, ΝΜΑ [φαλλός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον φαλλό νεοελλ. φρ. α) «φαλλική λατρεία» (κοινων. ανθρωπολ. θρησκειολ.) η λατρεία τής γενεσιουργού, τής αναπαραγωγικής αρχής, όπως αυτή συμβολίζεται από τα σεξουαλικά όργανα ή… …   Dictionary of Greek

  • φαλλικά — φαλλικός of neut nom/voc/acc pl φαλλικά̱ , φαλλικός of fem nom/voc/acc dual φαλλικά̱ , φαλλικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλλικόν — φαλλικός of masc acc sg φαλλικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλλικήν — φαλλικός of fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόρδαξ — Αρχαίος φαλλικός οργιαστικός χορός, ο οποίος μνημονεύεται συχνά στις αττικές κωμωδίες. Φαίνεται πως αρχικά τον χόρευαν στην Πελοπόννησο προς τιμήν της Άρτεμης. * * * κόρδαξ, ὁ (Α) 1. είδος χορού τής αρχαίας κωμωδίας που χαρακτηρίστηκε από τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”